- παρακατάθεση
- η1. η ενέργεια τού παρακαταθέτω, κατάθεση, παράδοση, σε πρόσωπο ή οργανισμό χρημάτων ή κινητών αντικειμένων για φύλαξη ή για παραλαβή από τον υπερήμερο δανειστή2. (νομ.) η κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων από τον οφειλέτη τού αντικειμένου τής οφειλής του σε χρήματα, αντικείμενα αξίας, έγγραφα ή τίτλους αξιών, που γίνεται αντί για την απευθείας εξόφληση στον δανειστή και ισοδυναμεί με απόσβεση τής υποχρέωσης τού οφειλέτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακαταθέτω. Η λ., στον λόγιο τ. παρακατάθεσις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.